απόκρυφος

απόκρυφος
απόκρυφος , -η, -ο
тайный, сокровенный, апокрифический;
ΦΡ.
απόκρυφα βιβλία τα апокрифы – произведения раннехристианской литературы, не вошедшие в канон Священного Писания. Повествуют о священных лицах и событиях, большей частью от имени персонажей Священного Писания. Некоторые апокрифы, наряду с каноническими книгами, широко использовались в средневековой литературе и изобразительном искусстве (к апокрифическим источникам восходят изображения Рождества Богородицы, Введения Богородицы во храм, Сошествие во ад, Успения Богородицы и др.):

απόκρυφα Ευαγγέλια — апокрифические Евангелия,

απόκρυφες Επιστολές — апокрифические Послания

Этим.
< απο- + κρυφός «тайный, скрытный»

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "απόκρυφος" в других словарях:

  • ἀπόκρυφος — hidden masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόκρυφος — η, ο (AM ἀπόκρυφος, ον) Ι. 1. ο κρυφός, ο μυστικός 2. ο άρρητος, ο εσωτερικός 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Απόκρυφα ψευδεπίγραφα βιβλία της ΠΔ και της ΚΔ, τα οποία έχουν αποκλειστεί από τους Ιερούς Κανόνες μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μυστικό …   Dictionary of Greek

  • απόκρυφος — η, ο επίρρ. α 1. κρυμμένος, μυστικός: Τα απόκρυφα της οργάνωσης δεν ήθελε να τα αποκαλύψει. 2. «απόκρυφα ευαγγέλια κτλ.», βιβλία που από τη χριστιανική εκκλησία δεν έχουν αναγνωριστεί ως κανονικά, ως γνήσια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποκρύφω — ἀπόκρυφος hidden masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀπόκρυφος hidden masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρύφως — ἀπόκρυφος hidden adverbial ἀπόκρυφος hidden masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόκρυφον — ἀπόκρυφος hidden masc/fem acc sg ἀπόκρυφος hidden neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρύφοις — ἀπόκρυφος hidden masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρύφου — ἀπόκρυφος hidden masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρύφους — ἀπόκρυφος hidden masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρύφων — ἀπόκρυφος hidden masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρύφῳ — ἀπόκρυφος hidden masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»